- ὁμόπτεροι
- ὁμόπτεροςofmasc/fem nom/voc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ομόπτερος — η, ο (Α ὁμόπτερος, ον) νεοελλ. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα ομόπτερα εντομολ. τάξη εντόμων που παρουσιάζει μεγάλη ποικιλομορφία ως προς το μέγεθος, το σχήμα και τη φυσική ιστορία τών μελών της και στην οποία ανήκουν 32.000 περίπου είδη αρχ. 1. (για … Dictionary of Greek
κυανώπης — κυανώπης, ο, θηλ. κυανῶπις, ιδος (Α) 1. αυτός που έχει μαύρα μάτια (α. «ἵππους κυανώπεας», Οππ. β. «κυανώπιδες Νύμφαι», Ανακρ.) 2. (για πλοίο) κυανόπρωρος* («ὁμόπτεροι κυανώπιδες νᾱες μὲν ἄγαγον», Αισχύλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < κυανός + ώπης (< ὤψ,… … Dictionary of Greek